επαντλώ

επαντλώ
ἐπαντλῶ, -έω (Α)
1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι
2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.)
3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῡσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.)
4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαντλῶ — ἐπαντλέω pump over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαντλέω pump over pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπαντλέω pump over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαντλέω pump over pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

  • επάντλησις — ἐπάντλησις, η (Α) [επαντλώ] 1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.) 2. άντληση νερού …   Dictionary of Greek

  • επαναντλώ — ἐπαναντλῶ, έω (Α) 1. επαντλώ* 2. μέσ. αντέχω ώς το τέλος …   Dictionary of Greek

  • προσεπαντλώ — έω, Α [ἐπαντλῶ] 1. αντλώ πάλι 2. χύνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”